Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνευθύνω
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
View word page
ἀνεύρημα
invention, discovery

ShortDef

invention, discovery

Debugging

Headword:
ἀνεύρημα
Headword (normalized):
ἀνεύρημα
Headword (normalized/stripped):
ανευρημα
IDX:
7424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7425
Key:

Data

{'content': 'invention, discovery'}