Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένεια
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιον
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
View word page
προμεταλλαγή
earlier death

ShortDef

earlier death

Debugging

Headword:
προμεταλλαγή
Headword (normalized):
προμεταλλαγή
Headword (normalized/stripped):
προμεταλλαγη
IDX:
74248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74249
Key:

Data

{'content': 'earlier death'}