Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προμεθίημι
προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένεια
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιον
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
View word page
προμεταβάλλω
alter
ShortDef
alter
Debugging
Headword:
προμεταβάλλω
Headword (normalized):
προμεταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προμεταβαλλω
IDX:
74247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74248
Key:
Data
{'content': 'alter'}