Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόμαχος
Πρόμαχος
προμεθίημι
προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένεια
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιον
προμετωπίδιος
View word page
προμεριμνάω
to take thought before

ShortDef

to take thought before

Debugging

Headword:
προμεριμνάω
Headword (normalized):
προμεριμνάω
Headword (normalized/stripped):
προμεριμναω
IDX:
74245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74246
Key:

Data

{'content': 'to take thought before'}