Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμάχομαι
πρόμαχος
Πρόμαχος
προμεθίημι
προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένεια
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιον
View word page
προμερίζω
bestow beforehand

ShortDef

bestow beforehand

Debugging

Headword:
προμερίζω
Headword (normalized):
προμερίζω
Headword (normalized/stripped):
προμεριζω
IDX:
74244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74245
Key:

Data

{'content': 'bestow beforehand'}