Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
Πρόμαχος
προμεθίημι
προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένεια
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
View word page
Προμένειος
pomegranate

ShortDef

pomegranate

Debugging

Headword:
Προμένειος
Headword (normalized):
προμένειος
Headword (normalized/stripped):
προμενειος
IDX:
74243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74244
Key:

Data

{'content': 'pomegranate'}