Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμαχεών
προμαχητικός
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
Πρόμαχος
προμεθίημι
προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένεια
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
View word page
προμελετάω
to practise beforehand

ShortDef

to practise beforehand

Debugging

Headword:
προμελετάω
Headword (normalized):
προμελετάω
Headword (normalized/stripped):
προμελεταω
IDX:
74241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74242
Key:

Data

{'content': 'to practise beforehand'}