Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
View word page
ἀνεύρετος
undiscovered
ShortDef
undiscovered
Debugging
Headword:
ἀνεύρετος
Headword (normalized):
ἀνεύρετος
Headword (normalized/stripped):
ανευρετος
IDX:
7423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7424
Key:
Data
{'content': 'undiscovered'}