Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμαντίων
προμαραίνω
προμαρτύρομαι
προμασάομαι
προμάσσω
πρόμαστος
προμαχέω
προμαχεών
προμαχητικός
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
Πρόμαχος
προμεθίημι
προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένεια
Προμένειος
προμερίζω
View word page
προμάχομαι
to fight before

ShortDef

to fight before

Debugging

Headword:
προμάχομαι
Headword (normalized):
προμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
προμαχομαι
IDX:
74234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74235
Key:

Data

{'content': 'to fight before'}