Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προμάντευμα
προμαντεύομαι
προμαντηΐη
πρόμαντις
προμαντίων
προμαραίνω
προμαρτύρομαι
προμασάομαι
προμάσσω
πρόμαστος
προμαχέω
προμαχεών
προμαχητικός
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
Πρόμαχος
προμεθίημι
προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
View word page
προμαχέω
to fight in front
ShortDef
to fight in front
Debugging
Headword:
προμαχέω
Headword (normalized):
προμαχέω
Headword (normalized/stripped):
προμαχεω
IDX:
74230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74231
Key:
Data
{'content': 'to fight in front'}