Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόμαλος
προμάμμη
προμανθάνω
προμαντεία
προμάντευμα
προμαντεύομαι
προμαντηΐη
πρόμαντις
προμαντίων
προμαραίνω
προμαρτύρομαι
προμασάομαι
προμάσσω
πρόμαστος
προμαχέω
προμαχεών
προμαχητικός
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
Πρόμαχος
View word page
προμαρτύρομαι
to witness beforehand

ShortDef

to witness beforehand

Debugging

Headword:
προμαρτύρομαι
Headword (normalized):
προμαρτύρομαι
Headword (normalized/stripped):
προμαρτυρομαι
IDX:
74226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74227
Key:

Data

{'content': 'to witness beforehand'}