Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προμαλακτήριον
προμάλαξις
προμαλάσσω
πρόμαλος
προμάμμη
προμανθάνω
προμαντεία
προμάντευμα
προμαντεύομαι
προμαντηΐη
πρόμαντις
προμαντίων
προμαραίνω
προμαρτύρομαι
προμασάομαι
προμάσσω
πρόμαστος
προμαχέω
προμαχεών
προμαχητικός
προμαχίζω
View word page
πρόμαντις
a prophet; (adj.) oracular

ShortDef

a prophet; (adj.) oracular

Debugging

Headword:
πρόμαντις
Headword (normalized):
πρόμαντις
Headword (normalized/stripped):
προμαντις
IDX:
74223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74224
Key:

Data

{'content': 'a prophet; (adj.) oracular'}