Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
View word page
ἀνευρετέον
one must find out

ShortDef

one must find out

Debugging

Headword:
ἀνευρετέον
Headword (normalized):
ἀνευρετέον
Headword (normalized/stripped):
ανευρετεον
IDX:
7421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7422
Key:

Data

{'content': 'one must find out'}