Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προλύω
προλωβάομαι
προμάδδας
προμαθής
προμάλαγγες
προμαλακτήριον
προμάλαξις
προμαλάσσω
πρόμαλος
προμάμμη
προμανθάνω
προμαντεία
προμάντευμα
προμαντεύομαι
προμαντηΐη
πρόμαντις
προμαντίων
προμαραίνω
προμαρτύρομαι
προμασάομαι
προμάσσω
View word page
προμανθάνω
to learn beforehand

ShortDef

to learn beforehand

Debugging

Headword:
προμανθάνω
Headword (normalized):
προμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
προμανθανω
IDX:
74218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74219
Key:

Data

{'content': 'to learn beforehand'}