Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προλύται
προλύω
προλωβάομαι
προμάδδας
προμαθής
προμάλαγγες
προμαλακτήριον
προμάλαξις
προμαλάσσω
πρόμαλος
προμάμμη
προμανθάνω
προμαντεία
προμάντευμα
προμαντεύομαι
προμαντηΐη
πρόμαντις
προμαντίων
προμαραίνω
προμαρτύρομαι
προμασάομαι
View word page
προμάμμη
great-grandmother
ShortDef
great-grandmother
Debugging
Headword:
προμάμμη
Headword (normalized):
προμάμμη
Headword (normalized/stripped):
προμαμμη
IDX:
74217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74218
Key:
Data
{'content': 'great-grandmother'}