Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προλύπησις
προλυσσάω
προλύται
προλύω
προλωβάομαι
προμάδδας
προμαθής
προμάλαγγες
προμαλακτήριον
προμάλαξις
προμαλάσσω
πρόμαλος
προμάμμη
προμανθάνω
προμαντεία
προμάντευμα
προμαντεύομαι
προμαντηΐη
πρόμαντις
προμαντίων
προμαραίνω
View word page
προμαλάσσω
to soften beforehand

ShortDef

to soften beforehand

Debugging

Headword:
προμαλάσσω
Headword (normalized):
προμαλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προμαλασσω
IDX:
74215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74216
Key:

Data

{'content': 'to soften beforehand'}