Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προλούω
προλοχίζω
προλοχισμός
Πρόλοχος
προλυμαίνομαι
προλυπέομαι
προλύπησις
προλυσσάω
προλύται
προλύω
προλωβάομαι
προμάδδας
προμαθής
προμάλαγγες
προμαλακτήριον
προμάλαξις
προμαλάσσω
πρόμαλος
προμάμμη
προμανθάνω
προμαντεία
View word page
προλωβάομαι
injure before
ShortDef
injure before
Debugging
Headword:
προλωβάομαι
Headword (normalized):
προλωβάομαι
Headword (normalized/stripped):
προλωβαομαι
IDX:
74209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74210
Key:
Data
{'content': 'injure before'}