Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προλογίζω
προλογισμός
πρόλογος
πρόλοιπον
προλούω
προλοχίζω
προλοχισμός
Πρόλοχος
προλυμαίνομαι
προλυπέομαι
προλύπησις
προλυσσάω
προλύται
προλύω
προλωβάομαι
προμάδδας
προμαθής
προμάλαγγες
προμαλακτήριον
προμάλαξις
προμαλάσσω
View word page
προλύπησις
previous distress

ShortDef

previous distress

Debugging

Headword:
προλύπησις
Headword (normalized):
προλύπησις
Headword (normalized/stripped):
προλυπησις
IDX:
74205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74206
Key:

Data

{'content': 'previous distress'}