Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προλογία
προλογίζω
προλογισμός
πρόλογος
πρόλοιπον
προλούω
προλοχίζω
προλοχισμός
Πρόλοχος
προλυμαίνομαι
προλυπέομαι
προλύπησις
προλυσσάω
προλύται
προλύω
προλωβάομαι
προμάδδας
προμαθής
προμάλαγγες
προμαλακτήριον
προμάλαξις
View word page
προλυπέομαι
to feel pain before

ShortDef

to feel pain before

Debugging

Headword:
προλυπέομαι
Headword (normalized):
προλυπέομαι
Headword (normalized/stripped):
προλυπεομαι
IDX:
74204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74205
Key:

Data

{'content': 'to feel pain before'}