Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προλοβώδης
προλογέω
προλόγια
προλογία
προλογίζω
προλογισμός
πρόλογος
πρόλοιπον
προλούω
προλοχίζω
προλοχισμός
Πρόλοχος
προλυμαίνομαι
προλυπέομαι
προλύπησις
προλυσσάω
προλύται
προλύω
προλωβάομαι
προμάδδας
προμαθής
View word page
προλοχισμός
ambuscade

ShortDef

ambuscade

Debugging

Headword:
προλοχισμός
Headword (normalized):
προλοχισμός
Headword (normalized/stripped):
προλοχισμος
IDX:
74201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74202
Key:

Data

{'content': 'ambuscade'}