Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προληπτέον
προληπτικός
πρόληψις
προλιβανωτίζω
προλιμνάζω
προλιμνάς
προλιμοκτονέομαι
προλιπαίνω
προλιχνεύομαι
προλόβιον
πρόλοβος
προλοβώδης
προλογέω
προλόγια
προλογία
προλογίζω
προλογισμός
πρόλογος
πρόλοιπον
προλούω
προλοχίζω
View word page
πρόλοβος
crop
ShortDef
crop
Debugging
Headword:
πρόλοβος
Headword (normalized):
πρόλοβος
Headword (normalized/stripped):
προλοβος
IDX:
74190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74191
Key:
Data
{'content': 'crop'}