Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνευδόκητος
ἀνευήκοος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
View word page
ἀνευόδωτος
that does not prosper

ShortDef

that does not prosper

Debugging

Headword:
ἀνευόδωτος
Headword (normalized):
ἀνευόδωτος
Headword (normalized/stripped):
ανευοδωτος
IDX:
7418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7419
Key:

Data

{'content': 'that does not prosper'}