Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προλημματίζω
προλήνιον
προληπτέον
προληπτικός
πρόληψις
προλιβανωτίζω
προλιμνάζω
προλιμνάς
προλιμοκτονέομαι
προλιπαίνω
προλιχνεύομαι
προλόβιον
πρόλοβος
προλοβώδης
προλογέω
προλόγια
προλογία
προλογίζω
προλογισμός
πρόλογος
πρόλοιπον
View word page
προλιχνεύομαι
lick beforehand

ShortDef

lick beforehand

Debugging

Headword:
προλιχνεύομαι
Headword (normalized):
προλιχνεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προλιχνευομαι
IDX:
74188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74189
Key:

Data

{'content': 'lick beforehand'}