Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προλεύσσω
πρόλημμα
προλημματίζω
προλήνιον
προληπτέον
προληπτικός
πρόληψις
προλιβανωτίζω
προλιμνάζω
προλιμνάς
προλιμοκτονέομαι
προλιπαίνω
προλιχνεύομαι
προλόβιον
πρόλοβος
προλοβώδης
προλογέω
προλόγια
προλογία
προλογίζω
προλογισμός
View word page
προλιμοκτονέομαι
to be starved beforehand

ShortDef

to be starved beforehand

Debugging

Headword:
προλιμοκτονέομαι
Headword (normalized):
προλιμοκτονέομαι
Headword (normalized/stripped):
προλιμοκτονεομαι
IDX:
74186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74187
Key:

Data

{'content': 'to be starved beforehand'}