Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλευκαίνω
προλεύσσω
πρόλημμα
προλημματίζω
προλήνιον
προληπτέον
προληπτικός
πρόληψις
προλιβανωτίζω
προλιμνάζω
προλιμνάς
προλιμοκτονέομαι
προλιπαίνω
προλιχνεύομαι
προλόβιον
πρόλοβος
προλοβώδης
προλογέω
προλόγια
View word page
προλιβανωτίζω
fumigate with incense previously
ShortDef
fumigate with incense previously
Debugging
Headword:
προλιβανωτίζω
Headword (normalized):
προλιβανωτίζω
Headword (normalized/stripped):
προλιβανωτιζω
IDX:
74183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74184
Key:
Data
{'content': 'fumigate with incense previously'}