Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνευδοκησία
ἀνευδόκητος
ἀνευήκοος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
View word page
ἀνευνοησία
malevolence

ShortDef

malevolence

Debugging

Headword:
ἀνευνοησία
Headword (normalized):
ἀνευνοησία
Headword (normalized/stripped):
ανευνοησια
IDX:
7417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7418
Key:

Data

{'content': 'malevolence'}