Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προλέγω
προλειόω
προλείπω
πρόλεξις
προλεπτύνω
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλευκαίνω
προλεύσσω
πρόλημμα
προλημματίζω
προλήνιον
προληπτέον
προληπτικός
πρόληψις
προλιβανωτίζω
προλιμνάζω
προλιμνάς
προλιμοκτονέομαι
προλιπαίνω
προλιχνεύομαι
View word page
προλημματίζω
place before

ShortDef

place before

Debugging

Headword:
προλημματίζω
Headword (normalized):
προλημματίζω
Headword (normalized/stripped):
προλημματιζω
IDX:
74178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74179
Key:

Data

{'content': 'place before'}