Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόλαχος
προλέγω
προλειόω
προλείπω
πρόλεξις
προλεπτύνω
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλευκαίνω
προλεύσσω
πρόλημμα
προλημματίζω
προλήνιον
προληπτέον
προληπτικός
πρόληψις
προλιβανωτίζω
προλιμνάζω
προλιμνάς
προλιμοκτονέομαι
προλιπαίνω
View word page
πρόλημμα
something taken beforehand, advantage

ShortDef

something taken beforehand, advantage

Debugging

Headword:
πρόλημμα
Headword (normalized):
πρόλημμα
Headword (normalized/stripped):
προλημμα
IDX:
74177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74178
Key:

Data

{'content': 'something taken beforehand, advantage'}