Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προλάμπω
πρόλαχος
προλέγω
προλειόω
προλείπω
πρόλεξις
προλεπτύνω
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλευκαίνω
προλεύσσω
πρόλημμα
προλημματίζω
προλήνιον
προληπτέον
προληπτικός
πρόληψις
προλιβανωτίζω
προλιμνάζω
προλιμνάς
προλιμοκτονέομαι
View word page
προλεύσσω
to see before oneself

ShortDef

to see before oneself

Debugging

Headword:
προλεύσσω
Headword (normalized):
προλεύσσω
Headword (normalized/stripped):
προλευσσω
IDX:
74176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74177
Key:

Data

{'content': 'to see before oneself'}