Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προλαμβάνω
προλάμπω
πρόλαχος
προλέγω
προλειόω
προλείπω
πρόλεξις
προλεπτύνω
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλευκαίνω
προλεύσσω
πρόλημμα
προλημματίζω
προλήνιον
προληπτέον
προληπτικός
πρόληψις
προλιβανωτίζω
προλιμνάζω
προλιμνάς
View word page
προλευκαίνω
whiten beforehand

ShortDef

whiten beforehand

Debugging

Headword:
προλευκαίνω
Headword (normalized):
προλευκαίνω
Headword (normalized/stripped):
προλευκαινω
IDX:
74175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74176
Key:

Data

{'content': 'whiten beforehand'}