Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προλαλιά
πρόλαλος
προλαμβάνω
προλάμπω
πρόλαχος
προλέγω
προλειόω
προλείπω
πρόλεξις
προλεπτύνω
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλευκαίνω
προλεύσσω
πρόλημμα
προλημματίζω
προλήνιον
προληπτέον
προληπτικός
πρόληψις
προλιβανωτίζω
View word page
προλεσχηνεύομαι
to hold conversations with

ShortDef

to hold conversations with

Debugging

Headword:
προλεσχηνεύομαι
Headword (normalized):
προλεσχηνεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προλεσχηνευομαι
IDX:
74173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74174
Key:

Data

{'content': 'to hold conversations with'}