Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προλάζυμαι
προλάκκιον
προλαλέω
προλαλιά
πρόλαλος
προλαμβάνω
προλάμπω
πρόλαχος
προλέγω
προλειόω
προλείπω
πρόλεξις
προλεπτύνω
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλευκαίνω
προλεύσσω
πρόλημμα
προλημματίζω
προλήνιον
προληπτέον
View word page
προλείπω
to go forth and leave, to leave behind, forsake, abandon
ShortDef
to go forth and leave, to leave behind, forsake, abandon
Debugging
Headword:
προλείπω
Headword (normalized):
προλείπω
Headword (normalized/stripped):
προλειπω
IDX:
74170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74171
Key:
Data
{'content': 'to go forth and leave, to leave behind, forsake, abandon'}