Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνευάζω
ἀνευδοκησία
ἀνευδόκητος
ἀνευήκοος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
ἄνευρος
View word page
ἀνευλαβής
irreverent, impious

ShortDef

irreverent, impious

Debugging

Headword:
ἀνευλαβής
Headword (normalized):
ἀνευλαβής
Headword (normalized/stripped):
ανευλαβης
IDX:
7416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7417
Key:

Data

{'content': 'irreverent, impious'}