Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προλαβή
προλαβόντως
προλαγχάνω
προλάζυμαι
προλάκκιον
προλαλέω
προλαλιά
πρόλαλος
προλαμβάνω
προλάμπω
πρόλαχος
προλέγω
προλειόω
προλείπω
πρόλεξις
προλεπτύνω
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλευκαίνω
προλεύσσω
πρόλημμα
View word page
πρόλαχος
first lot
ShortDef
first lot
Debugging
Headword:
πρόλαχος
Headword (normalized):
πρόλαχος
Headword (normalized/stripped):
προλαχος
IDX:
74167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74168
Key:
Data
{'content': 'first lot'}