Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκώνια
πρόκωπος
προλαβή
προλαβόντως
προλαγχάνω
προλάζυμαι
προλάκκιον
προλαλέω
προλαλιά
πρόλαλος
προλαμβάνω
προλάμπω
πρόλαχος
προλέγω
προλειόω
προλείπω
πρόλεξις
προλεπτύνω
προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλευκαίνω
View word page
προλαμβάνω
to take or seize beforehand, prefer, anticipate
ShortDef
to take or seize beforehand, prefer, anticipate
Debugging
Headword:
προλαμβάνω
Headword (normalized):
προλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προλαμβανω
IDX:
74165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74166
Key:
Data
{'content': 'to take or seize beforehand, prefer, anticipate'}