Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνευ
ἀνευάζω
ἀνευδοκησία
ἀνευδόκητος
ἀνευήκοος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω
View word page
ἄνευκτος
not wishing, not praying

ShortDef

not wishing, not praying

Debugging

Headword:
ἄνευκτος
Headword (normalized):
ἄνευκτος
Headword (normalized/stripped):
ανευκτος
IDX:
7415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7416
Key:

Data

{'content': 'not wishing, not praying'}