Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόκυρτος
πρόκυψις
Προκύων
προκωδωνίζω
προκώλυμα
προκώμιον
προκωμογραμματεύς
προκώνια
πρόκωπος
προλαβή
προλαβόντως
προλαγχάνω
προλάζυμαι
προλάκκιον
προλαλέω
προλαλιά
πρόλαλος
προλαμβάνω
προλάμπω
πρόλαχος
προλέγω
View word page
προλαβόντως
previously
ShortDef
previously
Debugging
Headword:
προλαβόντως
Headword (normalized):
προλαβόντως
Headword (normalized/stripped):
προλαβοντως
IDX:
74158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74159
Key:
Data
{'content': 'previously'}