Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκυλίνδομαι
προκύλισις
προκυμία
προκυνέω
προκυνηγία
προκύπτω
προκυρόομαι
πρόκυρτος
πρόκυψις
Προκύων
προκωδωνίζω
προκώλυμα
προκώμιον
προκωμογραμματεύς
προκώνια
πρόκωπος
προλαβή
προλαβόντως
προλαγχάνω
προλάζυμαι
προλάκκιον
View word page
προκωδωνίζω
sound, test first

ShortDef

sound, test first

Debugging

Headword:
προκωδωνίζω
Headword (normalized):
προκωδωνίζω
Headword (normalized/stripped):
προκωδωνιζω
IDX:
74151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74152
Key:

Data

{'content': 'sound, test first'}