Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνετυμολόγητος
ἄνευ
ἀνευάζω
ἀνευδοκησία
ἀνευδόκητος
ἀνευήκοος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
ἀνεύρημα
View word page
ἀνευθύνω
straighten
ShortDef
straighten
Debugging
Headword:
ἀνευθύνω
Headword (normalized):
ἀνευθύνω
Headword (normalized/stripped):
ανευθυνω
IDX:
7414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7415
Key:
Data
{'content': 'straighten'}