Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκυκλέω
προκύκλιος
προκυκλίς
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύλισις
προκυμία
προκυνέω
προκυνηγία
προκύπτω
προκυρόομαι
πρόκυρτος
πρόκυψις
Προκύων
προκωδωνίζω
προκώλυμα
προκώμιον
προκωμογραμματεύς
προκώνια
πρόκωπος
προλαβή
View word page
προκυρόομαι
to be confirmed before

ShortDef

to be confirmed before

Debugging

Headword:
προκυρόομαι
Headword (normalized):
προκυρόομαι
Headword (normalized/stripped):
προκυροομαι
IDX:
74147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74148
Key:

Data

{'content': 'to be confirmed before'}