Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκυέω
προκυκλέω
προκύκλιος
προκυκλίς
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύλισις
προκυμία
προκυνέω
προκυνηγία
προκύπτω
προκυρόομαι
πρόκυρτος
πρόκυψις
Προκύων
προκωδωνίζω
προκώλυμα
προκώμιον
προκωμογραμματεύς
προκώνια
πρόκωπος
View word page
προκύπτω
to stoop and bend forward, to peep out

ShortDef

to stoop and bend forward, to peep out

Debugging

Headword:
προκύπτω
Headword (normalized):
προκύπτω
Headword (normalized/stripped):
προκυπτω
IDX:
74146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74147
Key:

Data

{'content': 'to stoop and bend forward, to peep out'}