Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκτήτωρ
προκυβερνάω
προκυέω
προκυκλέω
προκύκλιος
προκυκλίς
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύλισις
προκυμία
προκυνέω
προκυνηγία
προκύπτω
προκυρόομαι
πρόκυρτος
πρόκυψις
Προκύων
προκωδωνίζω
προκώλυμα
προκώμιον
προκωμογραμματεύς
View word page
προκυνέω
give tongue too soon

ShortDef

give tongue too soon

Debugging

Headword:
προκυνέω
Headword (normalized):
προκυνέω
Headword (normalized/stripped):
προκυνεω
IDX:
74144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74145
Key:

Data

{'content': 'give tongue too soon'}