Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκτενίζω
πρόκτησις
προκτητικός
προκτήτωρ
προκυβερνάω
προκυέω
προκυκλέω
προκύκλιος
προκυκλίς
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύλισις
προκυμία
προκυνέω
προκυνηγία
προκύπτω
προκυρόομαι
πρόκυρτος
πρόκυψις
Προκύων
προκωδωνίζω
View word page
προκυλίνδομαι
to roll forward

ShortDef

to roll forward

Debugging

Headword:
προκυλίνδομαι
Headword (normalized):
προκυλίνδομαι
Headword (normalized/stripped):
προκυλινδομαι
IDX:
74141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74142
Key:

Data

{'content': 'to roll forward'}