Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνετος
ἀνετυμολόγητος
ἄνευ
ἀνευάζω
ἀνευδοκησία
ἀνευδόκητος
ἀνευήκοος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
ἀνευρετής
ἀνεύρετος
View word page
ἀνεύθυντος
which cannot be straightened

ShortDef

which cannot be straightened

Debugging

Headword:
ἀνεύθυντος
Headword (normalized):
ἀνεύθυντος
Headword (normalized/stripped):
ανευθυντος
IDX:
7413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7414
Key:

Data

{'content': 'which cannot be straightened'}