Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόκροσσος
πρόκρουμα
προκρούω
προκρύπτω
προκτάομαι
προκτενίζω
πρόκτησις
προκτητικός
προκτήτωρ
προκυβερνάω
προκυέω
προκυκλέω
προκύκλιος
προκυκλίς
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύλισις
προκυμία
προκυνέω
προκυνηγία
προκύπτω
View word page
προκυέω
to be pregnant before

ShortDef

to be pregnant before

Debugging

Headword:
προκυέω
Headword (normalized):
προκυέω
Headword (normalized/stripped):
προκυεω
IDX:
74136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74137
Key:

Data

{'content': 'to be pregnant before'}