Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόκρισις
προκριτέος
προκριτής
προκριτικός
πρόκριτος
πρόκροσσοι
πρόκροσσος
πρόκρουμα
προκρούω
προκρύπτω
προκτάομαι
προκτενίζω
πρόκτησις
προκτητικός
προκτήτωρ
προκυβερνάω
προκυέω
προκυκλέω
προκύκλιος
προκυκλίς
προκυλινδέομαι
View word page
προκτάομαι
possess beforehand

ShortDef

possess beforehand

Debugging

Headword:
προκτάομαι
Headword (normalized):
προκτάομαι
Headword (normalized/stripped):
προκταομαι
IDX:
74130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74131
Key:

Data

{'content': 'possess beforehand'}