Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πρόκρις
πρόκρισις
προκριτέος
προκριτής
προκριτικός
πρόκριτος
πρόκροσσοι
πρόκροσσος
πρόκρουμα
προκρούω
προκρύπτω
προκτάομαι
προκτενίζω
πρόκτησις
προκτητικός
προκτήτωρ
προκυβερνάω
προκυέω
προκυκλέω
προκύκλιος
προκυκλίς
View word page
προκρύπτω
conceal beforehand

ShortDef

conceal beforehand

Debugging

Headword:
προκρύπτω
Headword (normalized):
προκρύπτω
Headword (normalized/stripped):
προκρυπτω
IDX:
74129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74130
Key:

Data

{'content': 'conceal beforehand'}