Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκρίνω
Πρόκρις
πρόκρισις
προκριτέος
προκριτής
προκριτικός
πρόκριτος
πρόκροσσοι
πρόκροσσος
πρόκρουμα
προκρούω
προκρύπτω
προκτάομαι
προκτενίζω
πρόκτησις
προκτητικός
προκτήτωρ
προκυβερνάω
προκυέω
προκυκλέω
προκύκλιος
View word page
προκρούω
beat out
ShortDef
beat out
Debugging
Headword:
προκρούω
Headword (normalized):
προκρούω
Headword (normalized/stripped):
προκρουω
IDX:
74128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74129
Key:
Data
{'content': 'beat out'}