Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκριματίζω
προκρίνω
Πρόκρις
πρόκρισις
προκριτέος
προκριτής
προκριτικός
πρόκριτος
πρόκροσσοι
πρόκροσσος
πρόκρουμα
προκρούω
προκρύπτω
προκτάομαι
προκτενίζω
πρόκτησις
προκτητικός
προκτήτωρ
προκυβερνάω
προκυέω
προκυκλέω
View word page
πρόκρουμα
prelude
ShortDef
prelude
Debugging
Headword:
πρόκρουμα
Headword (normalized):
πρόκρουμα
Headword (normalized/stripped):
προκρουμα
IDX:
74127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74128
Key:
Data
{'content': 'prelude'}