Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόκριμα
προκριματίζω
προκρίνω
Πρόκρις
πρόκρισις
προκριτέος
προκριτής
προκριτικός
πρόκριτος
πρόκροσσοι
πρόκροσσος
πρόκρουμα
προκρούω
προκρύπτω
προκτάομαι
προκτενίζω
πρόκτησις
προκτητικός
προκτήτωρ
προκυβερνάω
προκυέω
View word page
πρόκροσσος
in rows, in tiers

ShortDef

in rows, in tiers

Debugging

Headword:
πρόκροσσος
Headword (normalized):
πρόκροσσος
Headword (normalized/stripped):
προκροσσος
IDX:
74126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74127
Key:

Data

{'content': 'in rows, in tiers'}